Μήπως Ασυνείδητα Παίρνεις έναν Γονεΐκό Ρόλο Μέσα στη Σχέση σου;

Νιώστε καλύτερα σήμερα!

Πάρτε τον έλεγχο της ζωής σας, όπως και οι 850.000 ευτυχισμένοι πελάτες μας.

Ξεκινήστε

Πρώιμες Αναπτυξιακές Διεργασίες και Σχέσεις

Το ανθρώπινο βρέφος είναι ίσως το πλάσμα που έχει τη μεγαλύτερη ανάγκη για στοργή και φροντίδα από τη στιγμή που ανοίγει τα μάτια του στον κόσμο. Επιπλέον, αυτή η ανάγκη διαρκεί για πολλά περισσότερα χρόνια σε σχέση με άλλα έμβια όντα. Αν ρίξουμε μια ματιά στις θεωρίες της πρώιμης ανάπτυξης, βλέπουμε πως τους πρώτους μήνες της ζωής του, το μωρό τείνει να πιστεύει πως ολόκληρο το σύμπαν υπάρχει αποκλειστικά για να το υπηρετεί. Ωστόσο, καθώς το βρέφος αναπτύσσεται, αρχίζει να παρατηρεί τα αντικείμενα γύρω του και να συνειδητοποιεί ότι ο εξωτερικός κόσμος και οι άλλοι άνθρωποι είναι ξεχωριστοί από εκείνο, με δικές τους – διαφορετικές – ζωές. Αυτή η συνειδητοποίηση αποτελεί το πρώτο βήμα για να πατήσει πλέον το μωρό το πόδι του στη γη ως ένα ξεχωριστό υποκείμενο και όχι ως κομμάτι των άλλων.

Για να κατανοήσουμε αυτήν τη διαδικασία της ψυχολογικής ανάπτυξης, μπορούμε να αξιοποιήσουμε την ψυχαναλυτική θεωρία, η οποία προσφέρει μια πλούσια οπτική για τα πρώτα χρόνια της ζωής των ανθρώπων. Ο Freud (1914) στο έργο του «Για τον Ναρκισσισμό», έδωσε έμφαση στις διάφορες τροχιές που μπορεί να ακολουθήσει η libido ανάμεσα στον εαυτό και στους άλλους. Για να θυμηθούμε, ο ίδιος περιέγραψε τη libido ως ζωτική ενέργεια, ως μια δύναμη που κινεί τη ζωή. Το πιο ουσιαστικό σημείο σε αυτό το κείμενο είναι η έμφαση που δίνει ο Freud στην έννοια της «επιλογής αντικειμένου», δηλαδή στο πώς οι άνθρωποι κατευθύνουν τη ζωτική ενέργεια (libido) προς τα πρόσωπα που θεωρούν σημαντικά για αυτούς.

Ο Freud περιέγραψε δύο τύπους επιλογής αντικειμένου. Ο πρώτος τύπος είναι η ανακλητική επιλογή αντικειμένου. Σε αυτήν την περίπτωση, τα άτομα επιλέγουν σχέσεις που θυμίζουν τις πρώιμες φιγούρες φροντίδας από την παιδική ηλικία. Δηλαδή, μιλούμε για σχέσεις που είναι φροντιστικές, στις οποίες οι ρόλοι «μαμά» και «μπαμπάς» δημιουργούν αίσθηση ικανοποίησης. Για παράδειγμα, ένας ενήλικας αναζητά μια σύντροφο που θα τον φροντίζει όπως τον φρόντιζε παλιά η μητέρα του. Ο δεύτερος τύπος, είναι η ναρκισσιστική επιλογή αντικειμένου. Σε αυτήν την περίπτωση τα άτομα επιλέγουν πρόσωπα που μοιάζουν με τον εαυτό τους, ήταν κάποτε σαν τους ίδιους ή κατέχουν κάποια ανώτερη θέση, στην οποία θα ήθελαν τα ίδια να φτάσουν. Με τη ναρκισσιστική επιλογή είναι σαν να βλέπουμε στους άλλους τον εαυτό μας ή τον εαυτό που ονειρευόμαστε να γίνουμε. Για παράδειγμα, κάποιος ελκύεται από άτομα που έχουν επιτεύγματα ή χαρακτηριστικά που θα ήθελε ο ίδιος να αναπτύξει. 1.

Μετά τον Freud, η ψυχαναλυτική κοινότητα στράφηκε περισσότερο στη θεωρία των σχέσεων με τα αντικείμενα (αντικειμενότροπες σχέσεις στην ψυχαναλυτική ορολογία) και σημαντικές ψυχαναλύτριες και σημαντικοί ψυχαναλυτές που συνεισέφεραν σε αυτό ήταν η Melanie Klein, ο Donald Winnicott και ο Wilfred Bion. Σύμφωνα με τον Winnicott (1986), το μωρό και η μητέρα δεν μπορούν να νοηθούν ξεχωριστά. Η «αρκετά καλη μητέρα» είναι αυτή που ναι μεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες του παιδιού της, αλλά παράλληλα του επιτρέπει τη σταδιακή αυτονόμησή του. Στην αρχή το μωρό έχει την ανάγκη της συνεχούς φροντίδας και η μητέρα έχει έντονη ευαισθησία για την ικανοποίηση της ανάγκης. Καθώς ο χρόνος περνά, ο αποχωρισμός και η διαφοροποίηση της μητέρας και του βρέφους γίνονται αναγκαίοι, ώστε να μπορεί το κάθε μέλος να δημιουργήσει τον δικό του προσωπικό χώρο. Ωστόσο, σε αυτό το στάδιο, καθοριστικό ρόλο παίζει το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει το δίδυμο μητέρας – βρέφους και η υποστήριξη που αυτό προσφέρει. Με άλλα λόγια, η «ικανότητα συγκράτησης» (holding). Πρόκειται για την αίσθηση ότι το παιδί και η μητέρα περιβάλλονται από μια σταθερή βάση που μπορεί να αντέξει τις εντάσεις, τις ανάγκες και τις δυσκολίες. Για παράδειγμα, μια μητέρα προσπαθεί να κοιμίσει το παιδί της και εκείνο κλαίει επίμονα. Η μητέρα νιώθει εξουθενωμένη, αλλά δεν αντιδρά υπερβολικά ούτε το αφήνει αβοήθητο. Το παίρνει αγκαλιά για λίγο, το ηρεμεί, και στη συνέχεια το ξαναβάζει στο κρεβάτι του, δίνοντάς του χώρο να κοιμηθεί μόνο του. Η μητέρα δεν είναι τέλεια – μερικές φορές νιώθει εκνευρισμένη ή αδύναμη – αλλά η συνέπειά της και η παρουσία της δημιουργούν την ασφάλεια που χρειάζεται το παιδί. Το παιδί μαθαίνει να διαχειρίζεται το άγχος του και να διαφοροποιείται σταδιακά από τη μητέρα. Αντίστοιχα, στην ψυχοθεραπευτική σχέση, η θεραπεύτρια, με τη σταθερή της παρουσία και την ικανότητα να αντέχει τα δύσκολα συναισθήματα του θεραπευόμενου χωρίς να καταρρέει ή να αντιδρά υπερβολικά, λειτουργεί ως ένα «περιβάλλον συγκράτησης». Έτσι, όπως το μωρό χρειάζεται μια “αρκετά καλή” μητέρα, ο ενήλικος χρειάζεται έναν χώρο όπου μπορεί να βιώσει τα συναισθήματά του με ασφάλεια. 2.

Οι θεωρίες που αναφέραμε εμπλουτίστηκαν με την εμφάνιση της θεωρίας του δεσμού. Ιδιαίτερα το έργο του John Bowlby είχε καθοριστική επιρροή σε αυτό το πεδίο. Ο Bowlby (1978) υποστήριξε ότι τα βρέφη δεν γεννιούνται απλώς με βιολογικές ανάγκες (τροφή, ύπνος, ζεστασιά) αλλά και μια εξίσου βασική ψυχική ανάγκη: την ανάγκη για εγγύτητα. Η βασική λειτουργία του δεσμού είναι η εξασφάλιση της αίσθησης προστασίας και ασφάλειας για το βρέφος. Ο Bowlby υποστήριξε ότι οι επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές των γονέων - είτε είναι σταθερά υποστηρικτικές, είτε ασταθείς, είτε απορριπτικές - εντυπώνονται στον νου των παιδιών, με αποτέλεσμα τα παιδιά να αναπτύσσουν «σχήματα», ή πιο απλά σκέψεις και ιδέες για το πώς αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους και τους άλλους. Με λίγα λόγια, τα παιδιά φτιάχνουν μια εσωτερική εικόνα σχέσης, που περιλαμβάνει το «πώς είναι ο άλλος / ο γονιός» και «πώς είμαι εγώ». Στην πρώτη περίπτωση, οι γονείς μπορεί να βιώνονται ως διαθέσιμοι, τρυφεροί ή απρόβλεπτοι και αντίστοιχα το βρέφος να αντιλαμβάνεται ότι είναι άξιο φροντίδας ή ανεπιθύμητο και ανασφαλές. Αυτές οι εικόνες που έχουν εντυπωθεί, δεν σβήνουν με την ενηλικίωση. Αντιθέτως, λειτουργούν σαν καλούπι, πάνω στο οποίο οικοδομούνται οι μετέπειτα σχέσεις μας: φιλικές, επαγγελματικές, αλλά κυρίως οι ερωτικές και συντροφικές. Για να το κατανοήσουμε καλύτερα, μπορούμε να δούμε εν συντομία τρεις περιπτώσεις δεσμού: Στον ασφαλή δεσμό, οι γονείς είναι συνεπείς, διαθέσιμοι, ευαίσθητοι και τα παιδιά αισθάνονται ότι μπορούν να βασιστούν σε αυτούς. Αναπτύσσουν την αίσθηση ότι «Είμαι άξιος αγάπης και οι άλλοι είναι διαθέσιμοι για μένα». Αυτή η πεποίθηση αποτελεί τη βάση για τη σύναψη υγιών και σταθερών σχέσεων στην ενήλικη ζωή. Στον αγχώδη δεσμό, οι γονείς είναι παρόντες με ασυνέπεια και τα παιδιά δεν ξέρουν τι να περιμένουν. Αυτό, δημιουργεί ανησυχίας και προβληματισμούς, όπως «Θα με αφήσουν; Μήπως δεν με αγαπούν αρκετά;». Στην ενήλικη ζωή, αυτό μεταφράζεται σε ζήλια, υπερβολική ανάγκη για επιβεβαίωση και φόβο εγκατάλειψης. Τέλος, στον δεσμό αποφυγής οι γονείς είναι ψυχροί, αδιάφοροι ή απορρίπτουν τις ανάγκες των παιδιών. Έτσι, τα παιδιά μαθαίνουν να καταπιέζουν τις ανάγκες τους. Σκέφτονται ότι δεν μπορούν να στηριχθούν πουθενά και πως είναι καλύτερα να μη χρειάζονται τίποτα και κανέναν. Ως ενήλικες, αποστασιοποιούνται συναισθηματικά, αποφεύγουν τη δέσμευση και επιδιώκουν την υπερβολική αυτονομία 3.

Έχοντας δει πώς οι πρώτες σχέσεις με τους γονείς και τα πρόσωπα φροντίδας διαμορφώνουν τα εσωτερικά μας σχήματα, γίνεται φανερό ότι η ανάγκη να συνάπτουμε σχέσεις δεν είναι κάτι που εμφανίζεται αργότερα, αλλά υπάρχει από τη στιγμή της γέννησης. Από την πρώτη αναπνοή, ο άνθρωπος επιζητά επαφή, φροντίδα και ανταπόκριση∙ και αυτή η ανάγκη δεν αφορά μόνο την ψυχή, αλλά και τη σωματική επιβίωση. Οι σχέσεις είναι το πιο απτό «σκηνικό» μέσα στο οποίο εκδηλώνονται οι ψυχικές μας δυναμικές. Μέσα από τις προσδοκίες, τα συναισθήματα και τις αλλαγές που φέρνουν με τον χρόνο, οι σχέσεις γίνονται το κατεξοχήν πεδίο όπου ο άνθρωπος μετασχηματίζεται. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι κάθε σχέση, είτε ερωτική είτε φιλική είτε οικογενειακή, είναι ένας «καθρέφτης» που ενώνει το παρελθόν με το παρόν. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι σχέσεις δεν είναι μόνο αναβίωση όσων έχουμε ζήσει∙ είναι και το έδαφος πάνω στο οποίο χτίζεται το μέλλον μας.

Όταν Γινόμαστε «Γονείς» στις Ερωτικές μας Σχέσεις

Στις ερωτικές σχέσεις, ακούμε συχνά την έκφραση: «Έγινα σαν τη μάνα του» ή «σαν τον πατέρα της». Είτε στην καθημερινότητα είτε μέσα στην ψυχοθεραπεία, αυτή η φράση κρύβει συνήθως κόπωση, ανισορροπία στους ρόλους ή την αίσθηση ότι η σχέση χάνει τη ζωντάνια της. Ο άνθρωπος που το λέει, συχνά εννοεί πως έχει χάσει την επιθυμία του, πως κουράστηκε ή πως δεν βρίσκει πια χαρά. Πότε όμως @ σύντροφ@ μετατρέπεται σε «γονιό»; Και με ποιον τρόπο οι ρόλοι από άλλες πλευρές της ζωής μπερδεύονται ή αλληλοεπικαλύπτονται;

Συναισθήματα και στάσεις όπως η αγάπη, η τρυφερότητα, η φροντίδα και η θυσία αποτελούν θεμελιώδη χαρακτηριστικά που κάθε «αρκετά καλός» γονιός οφείλει να καλλιεργεί απέναντι στο παιδί του. Ωστόσο, αυτά τα συναισθήματα δεν περιορίζονται αποκλειστικά στη γονεϊκότητα. Είναι απολύτως φυσικό να εκδηλώνονται από παιδί προς γονέα ή να μοιράζονται ανάμεσα σε φίλους. Και βέβαια, μια ερωτική σχέση δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς αυτά τα στοιχεία. Το πρόβλημα ξεκινά όταν, μέσα στη σχέση, ο ένας σύντροφος αρχίζει να λειτουργεί σαν γονιός του άλλου. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο ενήλικος που «παιδικοποιείται» αναλαμβάνει ελάχιστη έως καμία ευθύνη για τη ζωή του και για τη σχέση, ενώ ο «γονεοποιημένος» σύντροφος κουβαλάει στους ώμους του όλα τα βάρη. Η εμπειρία αυτή είναι ιδιαίτερα φορτισμένη συναισθηματικά, γιατί πίσω από την «υπευθυνότητα» κρύβεται συχνά εξάντληση, θυμός και ένα αίσθημα μοναξιάς. Στην ψυχοθεραπεία, δεν είναι σπάνιο να ακούγεται το παράπονο: «Νιώθω σαν η μαμά του/ο μπαμπάς της και όχι σαν σύντροφός του/της». Κάθε ζευγάρι, βέβαια, βιώνει διαφορετικές συνθήκες και δυναμικές, γι’ αυτό είναι απαραίτητο να εξετάζουμε πώς το κάθε άτομο ερμηνεύει και βιώνει αυτήν τη «γονεοποίηση» στο πλαίσιο της δικής του σχέσης.

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι πρώιμες σχέσεις παιδιού - γονέα αποτελούν βασικό πρότυπο για τις σχέσεις στην ενήλικη ζωή. Την ίδια στιγμή, μέσα από αυτές τις πρώτες εμπειρίες διαμορφώνεται και η εικόνα που έχει το άτομο για τον εαυτό του. Κάποιοι άνθρωποι έλκονται από ζεστές και ασφαλείς σχέσεις που θυμίζουν τις παιδικές τους εμπειρίες. Άλλοι, αντίθετα, καταλήγουν ξανά και ξανά σε δύσκολες και ασταθείς σχέσεις, επειδή αυτές τους είναι «οικείες». Η μοναδικότητα κάθε ψυχολογικής ιστορίας σημαίνει ότι το «γιατί» αυτών των επιλογών δεν μπορεί να εξηγηθεί επιφανειακά∙ χρειάζεται βαθύτερη διερεύνηση και προσωπικό αναστοχασμό.

Ο όρος «γονεοποίηση» (parentification), που εισήχθη τη δεκαετία του 1970, περιγράφει καταστάσεις όπου το παιδί αναλαμβάνει τους ρόλους του γονιού. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο γονιός φορτώνει στο παιδί τη δική του φροντίδα, συναισθηματική ή πρακτική, σαν να ήταν εκείνο ο ενήλικος. Έρευνες έχουν δείξει ότι τα παιδιά που γονεοποιούνται συχνά βιώνουν μια μορφή συναισθηματικής παραμέλησης και μπορεί αργότερα να αναπτύξουν ανασφαλή δεσμό (Dariotis et al., 2023). Στη θεραπευτική πράξη, συναντάμε συχνά ενήλικες που δυσκολεύονται να «αφήσουν» τον άλλον να τους φροντίσει, γιατί έμαθαν από νωρίς ότι οι ίδιοι πρέπει να είναι οι δυνατοί. 4.

Εφαρμόζοντας τη θεωρία στη σημερινή κλινική πραγματικότητα, βλέπουμε ότι η ανάληψη ενός γονεϊκού ρόλου μέσα σε ερωτικές σχέσεις συνδέεται άμεσα με τις εμπειρίες της παιδικής ηλικίας. Όταν κάποιος έχει μάθει από μικρός να σηκώνει βάρη που δεν του αναλογούσαν, είναι πολύ πιθανό να επαναλάβει αυτό το μοτίβο και στην ενήλικη ζωή.

Αναδιαμόρφωση των Ρόλων στις Ερωτικές Σχέσεις

Παρατηρώντας τον Εαυτό μας μέσα στις Σχέσεις: Ιδιαίτερα στο πλαίσιο των ερωτικών σχέσεων, είναι σημαντικό να εξετάζει κανείς τις προηγούμενες και τρέχουσες εμπειρίες του με άλλους ανθρώπους, ώστε να αντιληφθεί ποιον ρόλο συνήθως αναλαμβάνει. Αν κάποιος συνειδητοποιήσει ότι γίνεται ο «γονιός» μόνο σε μια συγκεκριμένη σχέση (π.χ. στη σημερινή σχέση του), τότε χρειάζεται να διερευνηθεί σε βάθος τι ακριβώς σημαίνει αυτός ο ρόλος και ποιες είναι οι δυναμικές της συγκεκριμένης σχέσης. Αν όμως το άτομο παίρνει τον γονεϊκό ρόλο σχεδόν σε όλες του τις σχέσεις, ακόμα και εκτός ερωτικού πλαισίου, τότε είναι απαραίτητο να εξεταστεί η πρώιμη παιδική ιστορία και πώς η εμπειρία φροντίδας έχει χαραχτεί στην ψυχή του. Παραδείγματος χάρη, ένας άνδρας που μεγάλωσε με μια μητέρα που συχνά δεν μπορούσε να φροντίσει τον εαυτό της μπορεί να συνεχίσει να «αναλαμβάνει» υπερβολικά τη φροντίδα των γυναικών συντρόφων του. Στην ψυχοθεραπεία, παρατηρούμε συχνά ότι τέτοιοι άνθρωποι επιλέγουν φίλους και συντρόφους με τρόπο που ενεργοποιεί αυτόν τον ρόλο, επαναλαμβάνοντας μοτίβα από το παρελθόν τους. Η διερεύνηση των επιλογών αυτών και των συνθηκών υπό τις οποίες το άτομο «μετατρέπεται σε γονιό» είναι κρίσιμη για να κατανοήσει κανείς τις βαθύτερες ανάγκες και προθέσεις του.

Καθορίζοντας σε Ποιον ανήκει η Ανάγκη για Φροντίδα: Κάθε σχέση διαμορφώνεται από αμοιβαία αλληλεπίδραση. Ένα άτομο μπορεί να παίρνει διαφορετικούς ρόλους σε κάθε σχέση, ενώ οι σύντροφοι μπορεί να έχουν εντελώς διαφορετικές στάσεις και συμπεριφορές σε κάθε περίσταση. Έτσι, κάθε ερωτική σχέση δημιουργεί μοναδικές και ξεχωριστές δυναμικές.

Στις συναισθηματικές εμπειρίες μέσα στις σχέσεις, οι ανάγκες δεν είναι πάντα απλές ή σαφείς. Μπορεί να μπλέκονται επιθυμίες, φόβοι και παλιές πληγές. Ο ψυχαναλυτής J. Miller είπε: «Η αγάπη είναι να δίνεις αυτό που δεν έχεις σε κάποιον που ποτέ δεν το ζήτησε». 5. Αυτή η φράση μας βοηθά να σκεφτούμε τι ακριβώς προσπαθεί να δώσει κάποιος όταν λειτουργεί ως «γονιός» μέσα σε μια σχέση. Ποιανού ανάγκη ικανοποιείται πραγματικά; Είναι ο σύντροφος που λαμβάνει φροντίδα ή είναι ο ίδιος ο γονεοποιημένος σύντροφος που καλύπτει τις δικές του συναισθηματικές ελλείψεις; Σ’ αυτό το σημείο, γίνεται κρίσιμη η διερεύνηση του τι σημαίνουν οι ρόλοι και τα συναισθήματα μέσα στη σχέση. Τι ακριβώς σημαίνει να υπάρχω μέσα σε μια σχέση αναλαμβάνοντας τον γονεϊκό ρόλο;

Αναζητώντας Νέους Τρόπους Ύπαρξης στις Σχέσεις: Σε κάθε σχέση, ανεξάρτητα από το θέμα ή το πλαίσιο, το πιο σημαντικό βήμα είναι να βιώσει κανείς πλήρως τη σχέση, χωρίς να αποφεύγει ή να ωραιοποιεί όσα συμβαίνουν. Αυτή η επίγνωση ξεκινά όταν το άτομο αναλαμβάνει την ευθύνη για τον εαυτό του μέσα στη σχέση. Οι συγκρούσεις δεν είναι πάντα εύκολες· μερικές φορές μπορεί να είναι άβολες ή ακόμη και επίπονες. Όμως, η ικανότητα να έρχεται κανείς σε επαφή με τον εσωτερικό του κόσμο ανοίγει τον δρόμο για μια πιο αυθεντική και ειλικρινή σχέση, τόσο με τον σύντροφο όσο και με τον ίδιο τον εαυτό. Κάποιος που κατανοεί τα συναισθήματα και τις ανάγκες του, αρχίζει να βλέπει τον σύντροφό του πιο ανοιχτά και χωρίς προκαταλήψεις. Με αυτόν τον τρόπο, γίνονται τα πρώτα βήματα για να ανακαλύψει κανείς νέους δρόμους μέσα στη σχέση και γενικότερα στη ζωή.

Από τον Ρόλο του Γονιού στον Ρόλο του Συντρόφου

Ο τρόπος με τον οποίο υπάρχουμε μέσα σε σχέσεις χτίζεται πάνω στις πρώιμες σχέσεις που είχαμε με τους γονείς μας στα πρώτα στάδια της ζωής. Αυτές οι πρώτες εμπειρίες θέτουν τα θεμέλια για την αντίληψη που έχουμε για τον εαυτό μας, αλλά και για τον τρόπο που σχετιζόμαστε με τους άλλους. Αν ένα παιδί λάβει επαρκή φροντίδα και οι δυσκολίες που αντιμετώπισε ήταν σε διαχειρίσιμα επίπεδα, αναπτύσσεται ασφαλής δεσμός. Αυτό επιτρέπει στο άτομο να δημιουργεί πιο σταθερές και υγιείς σχέσεις τόσο με τον εαυτό του όσο και με τον κόσμο γύρω του. Ωστόσο, αν οι γονείς δεν ήταν συνεπείς ή υποστηρικτικοί, το παιδί αναγκάζεται να αναπτύξει μηχανισμούς αντιμετώπισης για να επιβιώσει και να υπάρχει μέσα στις σχέσεις. Για παράδειγμα, μπορεί να σιωπά μπροστά σε έναν θυμωμένο γονιό ή να προσαρμόζει τη συμπεριφορά του ώστε να ικανοποιεί τις προσδοκίες του. Τέτοιοι μηχανισμοί, ενώ ήταν χρήσιμοι στην παιδική ηλικία, συχνά επαναλαμβάνονται και «σαμποτάρουν» τις ενήλικες σχέσεις. Στην ψυχοθεραπεία, βλέπουμε συχνά ανθρώπους που κουβαλούν αυτούς τους ρόλους και τους αναπαράγουν χωρίς να το συνειδητοποιούν.

Σε κάποιες περιπτώσεις, ο γονιός μπορεί να μην ήταν σε θέση να προσφέρει επαρκή φροντίδα λόγω δικών του δυσκολιών ή περιορισμών. Τότε το παιδί αναλαμβάνει ρόλους που θα έπρεπε να αναλάβει ο γονιός, γίνεται, με άλλα λόγια, «μικρός ενήλικας». Με τον καιρό, αυτοί οι ρόλοι εσωτερικεύονται και το άτομο συνεχίζει να τους αναλαμβάνει και στις ενήλικες σχέσεις του. Αν και η κατάσταση αυτή μπορεί να είναι κουραστική και απαιτητική, παραμένει οικεία, γιατί το να προσπαθήσει κανείς έναν νέο ρόλο σημαίνει να ρισκάρει μέσα στην αβεβαιότητα. Όπως λέμε και στην καθομιλουμένη, «το οικείο είναι πάντα πιο ασφαλές». Κάποιοι άνθρωποι προτιμούν τον γνωστό, μακρύτερο δρόμο αντί για ένα συντομότερο αλλά άγνωστο μονοπάτι – μπορεί να μην είναι λειτουργικό, αλλά είναι οικείο. Και εδώ τίθεται το ερώτημα: τι κάνουμε στον εαυτό μας όταν επιλέγουμε συνέχεια τον κουραστικό, επαναλαμβανόμενο δρόμο μόνο και μόνο γιατί μας είναι γνώριμος;

Παρομοίως, η ανάληψη ενός νέου ρόλου μέσα σε μια σχέση μπορεί να προκαλέσει σύγχυση. Κάποιες φορές, το άτομο μπορεί να ισχυριστεί ότι ο σύντροφός του χρειάζεται μόνο αυτόν τον τύπο σχέσης και ότι οποιοσδήποτε άλλος τρόπος επικοινωνίας ή σύνδεσης είναι αδύνατος γι’ αυτόν. Ωστόσο, αν λέμε: «Το πρόβλημα δεν είμαι εγώ, αλλά ο σύντροφός μου», δηλαδή σκεφτόμαστε για λογαριασμό του άλλου και αποφασίζουμε εμείς τι χρειάζεται, αυτό αποτελεί επίσης μια μορφή γονεοποίησης. Ο πατερναλισμός ενός ενήλικα, ειδικά ενός συντρόφου, όταν δηλαδή του φερόμαστε σαν να μην μπορεί να φροντίσει τον εαυτό του – μπορεί να φέρει τη σχέση σε σημαντικό αδιέξοδο και να μπλοκάρει την αληθινή συναισθηματική σύνδεση. Για παράδειγμα, σε μια συνεδρία ζεύγους, μια γυναίκα ανέφερε ότι φροντίζει συνεχώς τον σύντροφό της, θυμίζοντάς του να φάει, να πληρώσει λογαριασμούς ή να οργανώσει τη μέρα του, γιατί εκείνος ποτέ δεν το κάνει μόνος του. Παρά την αγάπη της, ένιωθε εξουθενωμένη και συχνά θυμωμένη. Στην ψυχοθεραπεία κατάλαβε ότι η συμπεριφορά της επαναλάμβανε τον ρόλο που είχε αναλάβει ως παιδί απέναντι στη μητέρα της – φροντίδα και υπευθυνότητα για κάποιον που δεν μπορούσε να φροντίσει τον εαυτό του. Με την κατανόηση αυτού του μοτίβου, η γυναίκα μπόρεσε να ξεχωρίσει τον γονεϊκό ρόλο από τον ρόλο της συντρόφου και να θέσει όρια, χωρίς να νιώθει ένοχη.

Όλες αυτές οι δυναμικές, η ανάληψη γονεϊκών ρόλων, οι μηχανισμοί επιβίωσης από την παιδική ηλικία, ο πατερναλισμός των ενηλίκων, αποτελούν κρίσιμους τομείς διερεύνησης και επεξεργασίας τόσο στην ατομική ψυχοθεραπεία όσο και στη θεραπεία ζεύγους. Μέσα από τη συνειδητοποίηση αυτών των μοτίβων, το άτομο μπορεί να κατανοήσει καλύτερα τον εαυτό του και τους συντρόφους του, να αναγνωρίσει πού αναπαράγει παλιές στρατηγικές και, τελικά, να χτίσει πιο υγιείς και ισορροπημένες σχέσεις.

Ολοκληρώνοντας το κείμενο, σε προσκαλώ να αναστοχαστείς πάνω στις εξής ερωτήσεις:

  1. Ποι@ είσαι στη σχέση όταν δεν παίρνεις τον γονεϊκό ρόλο;
  2. Ποια είναι η λειτουργικότητα της συμπεριφοράς τ@ συντρόφου σου να παραμένει στον παιδικό ρόλο μέσα στη σχέση;

References

  1. Bowlby, J. (1978). Attachment theory and its therapeutic implications. Adolescent Psychiatry, 6, 5–33.
  2. Dariotis, J. K., Chen, F. R., Park, Y. R., Nowak, M. K., French, K. M., & Codamon, A. M. (2023). Parentification Vulnerability, Reactivity, Resilience, and Thriving: A Mixed Methods Systematic Literature Review. International journal of environmental research and public health, 20(13), 6197. https://doi.org/10.3390/ijerph20136197
  3. Erten, Y (2015). Tek Kişilik Balo :Narsizm Üzerine Kuramsal ve Klinik Notlar. Yansıtma Dergisi.
  4. Freud, S. (1914). On Narcissism: An Introduction. In J. Strachey et al. (Eds.), The Standard Edition of the Complete Psychological Works of Sigmund Freud (Vol. 14, pp. 67-102). Hogarth Press.
  5. Habip, B. (2011). Kuram ile Klinik Buluşunca. YKY: İstanbul
  6. Kesebir, S., Kavzoğlu, S. Ö., & Üstündağ, M. F. (2011). Attachment and psychopathology. Psikiyatride güncel yaklaşımlar, 3(2), 321-342
  7. Engelhardt, J. A. (2012). The developmental implications of parentification: Effects on childhood attachment. Graduate Student Journal of Psychology, 14, 45–52. Teachers College, Columbia University.
  8. Sanatatak. (n.d.). Psychoanalysis Teaches Us Love. https://www.sanatatak.com/psikanaliz-bize-aski-ogret/
  9. Winnicott, D. W. (1986). The theory of the parent-infant relationship. In P. Buckley (Ed.), Essential papers on object relations (pp. 233–253). New York University Press. (Reprinted from the "International Journal of Psycho-Analysis," Vol. 50, pp. 711-717)
*Τα άρθρα στον ιστότοπό μας δεν παρέχουν ιατρικές συμβουλές και είναι μόνο για ενημερωτικούς σκοπούς. Μια διαταραχή δεν μπορεί να διαγνωστεί με βάση ένα άρθρο. Μια διαταραχή μπορεί να διαγνωστεί μόνο από ψυχίατρο.

Νιώστε καλύτερα σήμερα!

Πάρτε τον έλεγχο της ζωής σας, όπως και οι 850.000 ευτυχισμένοι πελάτες μας.

Ξεκινήστε